- λογοποιίᾳ
- λογοποιίαι , λογοποιίαtale-tellingfem nom/voc plλογοποιίᾱͅ , λογοποιίαtale-tellingfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογοποιία — λογοποιίᾱ , λογοποιία tale telling fem nom/voc/acc dual λογοποιίᾱ , λογοποιία tale telling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοποιία — λογοποιΐα, ἡ (ΑM) [λογοποιώ] 1. η διήγηση πλαστών ειδήσεων, η επινόηση ψευδών λόγων ή πράξεων 2. μύθος μσν. φλυαρία, πολυλογία αρχ. 1. δέηση, παράκληση, προσευχή 2. απόδοση λογαριασμού, λογοδοσία … Dictionary of Greek
λογοποιίας — λογοποιίᾱς , λογοποιία tale telling fem acc pl λογοποιίᾱς , λογοποιία tale telling fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοποιίαι — λογοποιία tale telling fem nom/voc pl λογοποιίᾱͅ , λογοποιία tale telling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοποιίαν — λογοποιίᾱν , λογοποιία tale telling fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοποιίαις — λογοποιία tale telling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοπραγία — λογοπραγία, ἡ (Μ) [λογοπραγώ] λογοποιία.* … Dictionary of Greek